μυστρία

μυστρία
μυστρίον
*Geom.
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μυστριά — η [μυστρί] η ποσότητα ασβέστη, πηλού ή άλλης συνδετικής ύλης την οποία μπορεί να χωρέσει το μυστρί …   Dictionary of Greek

  • μυστρικός — μυστρικός, ὁ (Μ) [μύστρον] αυτός που κατασκευάζει μυστρία, δηλαδή κουτάλια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”